lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καπετάνιος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
captain, commander, commodore, lieutenant, master, skipper
καπετάνιος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kapitán, vedoucí, velitel, vůdce, zaměstnavatel, šéf
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anführer, befehlshaber, führer, hauptmann, kapitän, kommandant, kommandeur
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
anfører, fører, hærfører, kaptajn, kommandant, kommandør, leder, skipper
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
capitán, caudillo, comandante, jefe
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
capiston, capitaine, chef, commandant, patron
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capitano, comandante, padrone
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fører, kaptein, kommandør, leder, skipper
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
военачальник, капитан, командир, начальник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anförare, befälhavare, kapten, leder, skeppare
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капитан
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
капітан
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kapten, komandör
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kapteeni, komentaja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kapetan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hajóparancsnok, kapitány, parancsnok
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kapitonas, komendantas, vadas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
capital, capitão, comandante
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
comandant
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
капітан, капітане, командир, шкіпер
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dowódca, kapitan

Σχετικές λέξεις

καπετάνιος χαλβάς, καπετάνιος γαστρεντερολόγος, καπετάνιος ετυμολογία, καπετάνιος θεσσαλονίκη, καπετάνιος για κλάματα, καπετάνιος για κλάματα (1961), καπετάνιος ψαροταβέρνα πειραιάς, καπετάνιος χάντοκ, καπετάνιος χαλκίδα, καπετάνιος ζαχαριάς