lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κατανέμω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apportion, assign, couch, fix
κατανέμω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
přidělit, přikázat, stanovit, určit, určovat, ustanovit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestimmen, designieren, festgelegt, zugeteilt
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
anslå, anvise, fastsatte, tildele
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
delimitar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
allouer, apanager, assigner, désigner, marquer, préfinir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assegnare, destinare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anslå, anvise, fastsette, tildele, utse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выделять, назначить, определить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anslå, anvisa, tilldela, utse
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
designar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wyznaczyć

Σχετικές λέξεις

κατανέμω συνώνυμο, κατανέμω κλίση, κατανέμω συνώνυμα, κατανέμω αγγλικα