lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατανέμω στα ρωσικά

Λέξη:
κατανέμω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
выделять, назначить, определить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κατανέμω, κατανέμω συνώνυμο, κατανέμω συνώνυμα, κατανέμω κλίση, κατανέμω αγγλικα, κατανέμω στα ρωσικά, выделять στα ελληνικά
κατανέμω στα ρωσικά