lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σκούπα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
besom, broom, brush, hairbrush, mop, scrub
σκούπα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kartáč, kartáček, koště, pometlo, smeták, štětka
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besen, bürste
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
børste, kost, kvast
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cepillo, escoba
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
balai, brosse, carde, décrotteuse, goupillon, vadrouille, vergette
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pennello, ramazza, scopa, spazzola
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
børste, feiekost, kost, kvast
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
метла, щетка, щётка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
borste, hårborste, kost, kvast
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
furçë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
метла
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
щчотка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
luud
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harja, luuta
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
metla
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kefe, partvis, seprű
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
teptukas, šepetys, šluota
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escova, vassoura
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
mătură, perie
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
krtača, ščetka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щітка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
miotła, szczotka

Σχετικές λέξεις

σκούπα ρομπότ, σκούπα στάχτης, σκούπα ατμού, σκούπα ατμοκαθαριστής, σκούπα χωρίς σακούλα, σκούπα με ατμό, σκούπα ηλεκτρική, σκούπα swivel sweeper, σκούπα rainbow, σκούπα ατμοκαθαριστής steam master x6