lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καυστικός στα ουκρανικά

Λέξη:
καυστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
гострий, грубий, дошкульний, злобливий, злобний, ошпарення, стрілоподібний, сірчистий, укус, уїдливий, характерний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καυστικός, καυστικόσ πόνοσ στα πόδια, καυστικόσ αγγλικα, καυστικός συνώνυμο, καυστικός συνώνυμα, καυστικός σημασία, καυστικός στα ουκρανικά, гострий στα ελληνικά
καυστικός στα ουκρανικά