lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κεντρομόλος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affective, afferent, centripetal
κεντρομόλος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
centripetální, dostředivý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zentriert, zentripetal
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aferente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
centripète
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
центростремительный
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
цэнтраімклівы
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
centrípeto
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доцентровий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dośrodkowy

Σχετικές λέξεις

κεντρομόλος δύναμη, κεντρομόλος επιτάχυνση τυπος, κεντρομόλος επιτάχυνση απόδειξη, κεντρομόλος δύναμη ασκησεις, κεντρομόλος ετυμολογία, κεντρομόλος επιτάχυνση ορισμος, κεντρομόλος φυγόκεντρος, κεντρομόλος ταχύτητα, κεντρομόλος λεξικο