lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κουβαλώ στα πολωνική

Λέξη:
κουβαλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
wieźć, wozić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κουβαλώ, ονειροκριτης κουβαλαω, κουβαλώ συνώνυμα, κουβαλώ στα πολωνική, wieźć στα ελληνικά
κουβαλώ στα πολωνική