lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βήχω στα λευκορωσίας

Λέξη:
βήχω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
кашаль, кашляць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας βήχω, γιατί βήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω στα λευκορωσίας, кашаль στα ελληνικά
βήχω στα λευκορωσίας