lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βήχω στα ουγγρική

Λέξη:
βήχω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
köhintés, köhögés
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική βήχω, γιατί βήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω στα ουγγρική, köhintés στα ελληνικά
βήχω στα ουγγρική