lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βήχω στα τσεχική

Λέξη:
βήχω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (3):
kašel, kašlání, kašlat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βήχω, γιατί βήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω στα τσεχική, kašel στα ελληνικά
βήχω στα τσεχική