lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καλλιεργώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
καλλιεργώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
абрабiць, выгадоўваць, гадаваць, вырошчваць, урабляць, штурхаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας καλλιεργώ, καλλιεργώ φράουλες, καλλιεργώ φασολάκια, καλλιεργώ συνώνυμα, καλλιεργώ σπανάκι, καλλιεργώ πατάτες, καλλιεργώ στα λευκορωσίας, абрабiць στα ελληνικά
καλλιεργώ στα λευκορωσίας