lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πνίγομαι στα λευκορωσίας

Λέξη:
πνίγομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (8):
патанаць, тануць, тапіцца, адтопліваць, ацяпляць, паліць, тапіць, топить
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας πνίγομαι, πνίγομαι στον ύπνο μου, πνίγομαι στον ύπνο, πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό, πνίγομαι πνίγεσαι, πνίγομαι ονειροκρίτης, πνίγομαι στα λευκορωσίας, патанаць στα ελληνικά
πνίγομαι στα λευκορωσίας