lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πνίγομαι στα ουκρανικά

Λέξη:
πνίγομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
багаття, потонути, потопати, потопити, стріляти, тонути, тонучи, тоніть, топити, утопити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πνίγομαι, πνίγομαι στον ύπνο μου, πνίγομαι στον ύπνο, πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό, πνίγομαι πνίγεσαι, πνίγομαι ονειροκρίτης, πνίγομαι στα ουκρανικά, багаття στα ελληνικά
πνίγομαι στα ουκρανικά