lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέσμευση στα νορβηγικά

Λέξη:
δέσμευση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (5):
troskap, ansvar, engasjement, forpliktelse, skyldighet
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά δέσμευση, δέσμευση τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση του co2, δέσμευση συνώνυμο, δέσμευση κοινού τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση καταθέσεων, δέσμευση στα νορβηγικά, troskap στα ελληνικά
δέσμευση στα νορβηγικά