lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέσμευση στα ουκρανικά

Λέξη:
δέσμευση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
антрепренерство, борг, вручення, вчинення, відповідальність, діяльність, заборгованість, заклад, заняття, запорука, заручення, застава, осудність, передача, підлягання, підприємливість, підприємство, справа, становище
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δέσμευση, δέσμευση τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση του co2, δέσμευση συνώνυμο, δέσμευση κοινού τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση καταθέσεων, δέσμευση στα ουκρανικά, антрепренерство στα ελληνικά
δέσμευση στα ουκρανικά