lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δέσμευση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bond, commitment, engagement, involvement, liability, obligation, pledge, service, undertaking
δέσμευση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dluh, dluhopis, obligace, povinnost, služba, závazek, úpis
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einstellung, engagement, obligation, pflicht, soll, verpflichtung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ansvar, troskab
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
compromiso, deber, empeño, gravamen, obligación
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
charge, engagement, obligation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coinvolgimento, debito, impegno, obbligo, onere, vincolo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ansvar, engasjement, forpliktelse, skyldighet, troskap
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
залог, обязанность, обязательство
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förbindelse, obligation, skyldighet, åliggande
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абавязак, абавязацельства
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kohustus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sitoumus, tehtävä, velvollisuus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dužnost, odgovornost
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
alkalmazás, kötelezettség
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compromisso, obrigais, obrigação
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
obligaţie, sarcină
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
антрепренерство, борг, вручення, вчинення, відповідальність, діяльність, заборгованість, заклад, заняття, запорука, заручення, застава, осудність, передача, підлягання, підприємливість, підприємство, справа, становище
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zaangażowanie, zobowiązanie

Σχετικές λέξεις

δέσμευση καταθέσεων, δέσμευση συνώνυμο, δέσμευση αφμ, δέσμευση του co2, δέσμευση τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση και αποθήκευση co2, δέσμευση κοινού τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα