ντόπιος στα αγγλικά ντόπιος στα τσεχική ντόπιος στα γερμανικά ντόπιος στα ισπανικά ντόπιος στα γαλλικά ντόπιος στα ιταλικά ντόπιος στα νορβηγικά ντόπιος στα ρωσικά ντόπιος στα φινλανδικά ντόπιος στα πορτογαλικά ντόπιος στα ρουμανική ντόπιος στα δανική ντόπιος στα σουηδικά ντόπιος στα λευκορωσίας ντόπιος στα ουκρανικά ντόπιος στα ουγγρική
δίοδος pn όροφος βικιλεξικο ακαταστασία συνώνυμα ωραίος περιστέρι