lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ορθογραφία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dictation, orthography, spelling
ορθογραφία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
diktát, pravopis
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
diktat, orthografie, orthographie, rechtschreibung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ortografi, retskrivning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dictado, ortografía
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dicta, dictée, orthographe, orthographie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dettato, dettatura, ortografia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ortografi, rettskrivning
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
диктант, диктовка, орфография, правописание
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ortografi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
правопис
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
арфаграфія, правапіс
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
etteütlus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sanelu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pravopis
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
helyesírás, tollbamondás
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
diktát
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
орфографія, правопис
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dyktando, ortografia, pisownia

Σχετικές λέξεις

ορθογραφία προστακτικής, ορθογραφία β δημοτικού, ορθογραφία ή θάνατος, ορθογραφία επιθέτων, ορθογραφία αριθμών, ορθογραφία έλεγχος, ορθογραφία ε δημοτικού, ορθογραφία ελληνικών, ορθογραφία doc, ορθογραφία δημοτικού