δασώδης στα αγγλικά δασώδης στα τσεχική δασώδης στα γερμανικά δασώδης στα ισπανικά δασώδης στα γαλλικά δασώδης στα ιταλικά δασώδης στα ρωσικά δασώδης στα λευκορωσίας δασώδης στα φινλανδικά δασώδης στα πορτογαλικά δασώδης στα ουκρανικά δασώδης στα πολωνική
καπρίτσιο στα ουκρανικά αληθινός στα εσθονική μειοψηφία στα λιθουανική καναπές στα εσθονική απόκτηση στα πορτογαλικά
απόκτηση πτυχίου κυβερνήτη τουριστικών θαλαμηγών αληθινόσ συνώνυμο μειοψηφία ορισμός καπρίτσιο συνώνυμα καναπές διπλό κρεβάτι