lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μειοψηφία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
infancy, lesser, minority, tinier
μειοψηφία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
menšina, minorita, neplnoletost, nezletilost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
minderheit, minderjährigkeit, minorität
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
minoritet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
minoría
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
minorité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
minoranza, minorità
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fåtall, mindretall, minoritet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
меньшинство, несовершеннолетие
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mindretal, minoritet
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
малцинство
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
меншасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
vähemus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alaikäisyys
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kisebbség
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
mažuma
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
menoridade
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
меншина, меншину, меншість
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
mniejszość, niepełnoletność

Σχετικές λέξεις

μειοψηφία ορισμός, μαχόμενη μειοψηφία, καταστατική μειοψηφία, αναστέλλουσα μειοψηφία