μειοψηφία ορισμός, μαχόμενη μειοψηφία, καταστατική μειοψηφία, αναστέλλουσα μειοψηφία
πονώ βραχιόλι διαμάντι φαρμακείο συμπόνια κατηγορία υποχωρώ μισθός συχνά απόφαση διάρροια κύλινδρος θανατηφόρος λάθος κοτσίδα παραγωγή αποζημιώνω προσπαθώ άπληστος καθυστερώ