μανιτάρι στα αγγλικά μανιτάρι στα τσεχική μανιτάρι στα γερμανικά μανιτάρι στα δανική μανιτάρι στα ισπανικά μανιτάρι στα γαλλικά μανιτάρι στα ιταλικά μανιτάρι στα νορβηγικά μανιτάρι στα ρωσικά μανιτάρι στα σουηδικά μανιτάρι στα βουλγαρικά μανιτάρι στα λευκορωσίας μανιτάρι στα εσθονική μανιτάρι στα φινλανδικά μανιτάρι στα κροατικά μανιτάρι στα λιθουανική μανιτάρι στα πορτογαλικά μανιτάρι στα ρουμανική μανιτάρι στα σλοβενική μανιτάρι στα ουκρανικά μανιτάρι στα πολωνική
κάπρος στα ουκρανικά ανωφελής στα ουκρανικά ανοσία στα ουκρανικά δέχομαι στα γερμανικά αποπληξία στα φινλανδικά
δέχομαι παράγωγα κάπρος σεραφείμ ανοσία συνώνυμο ο ανωφελήσ αποπληξία λεξικό