lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέχομαι στα γερμανικά

Λέξη:
δέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (19):
adoptieren, akzeptieren, angenommen, annehmen, aufnehmen, bekommen, einlassen, einnehmen, einstellen, empfangen, entgegennehmen, erhalten, hingenommen, hinnehmen, nehmen, voraussetzen, zugeben, zulassen, zustimmen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δέχομαι, δέχομαι την τρίτη μεγάλη ιδεολογία τησ ιστορίασ, δέχομαι συνώνυμο, δέχομαι συνώνυμα, δέχομαι παράγωγα, δέχομαι ομόρριζα, δέχομαι στα γερμανικά, adoptieren στα ελληνικά
δέχομαι στα γερμανικά