lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άναυδος στα ουκρανικά

Λέξη:
άναυδος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
безмовний, мовчазний, мовчати, німий, німій, німої, німою
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά άναυδος, έμεινα άναυδος, άναυδος συνώνυμο, άναυδος λεξικο, άναυδος ετυμολογία, άναυδος έμεινε το μεσημέρι ένας ψαράς στην πρέβεζα όταν διαπίστωσε, άναυδος στα ουκρανικά, безмовний στα ελληνικά
άναυδος στα ουκρανικά