lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αέτωμα στα ουκρανικά

Λέξη:
αέτωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
ведучий, верх, верхній, верховина, верхівка, вершина, вищий, відмітка, каблук, крапка, кінчик, найвищий, наконечник, очко, питання, провідний, пункт, пік, точка, шпиль
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αέτωμα, αέτωμα του παρθενώνα, αέτωμα του εκατομπέδου, αέτωμα σουίτες - ξενώνας, αέτωμα παρθενώνα, αέτωμα ξενοδοχείο ναύπλιο, αέτωμα στα ουκρανικά, ведучий στα ελληνικά
αέτωμα στα ουκρανικά