lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναπηδώ στα ουκρανικά

Λέξη:
αναπηδώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
весна, гиря, джерело, криниця, межа, обмеження, обмежити, обмежувати, плигати, пропускати, пропустити, пружина, підскакувати, скакати, скакнути, скачучи, склепіння, скочити, стрибати, стрибнути, стрибок
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αναπηδώ, αναπηδώ στα ουκρανικά, весна στα ελληνικά
αναπηδώ στα ουκρανικά