lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αναπηδώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bob, bounce, bound, gambol, hop, jounce, jump, leap, skip, skyrocket, sprung
αναπηδώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
naskočit, odskočit, poskakovat, přeskočit, skákat, vyletět, vynechat, vyskakovat, vyskočit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufspringen, hopsen, hüpfen, springen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hoppe, springe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
brincar, saltar, saltarse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bondir, cabrioler, caracoler, fringuer, gambader, gambiller, sauter, sautiller, soubresauter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
balzare, saltare, saltellare, scavalcare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hoppa, hoppe, skumpa, skutta, springe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запрыгать, подпрыгивать, подскакивать, прыгать, сигать, скакать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hoppa, skumpa, skutta
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hidhem, kërcej
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
падскакваць, скакаць, імчацца
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kargama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harpata, hyppiä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
felugrani, ugrál, ugrálni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pašokti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
brincar, cavalgar, pular, retomar, saltar, saltares
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
skočiti
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
весна, гиря, джерело, криниця, межа, обмеження, обмежити, обмежувати, плигати, пропускати, пропустити, пружина, підскакувати, скакати, скакнути, скачучи, склепіння, скочити, стрибати, стрибнути, стрибок
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
podskakiwać, skakać

Σχετικές λέξεις

αναπηδώ συνώνυμα