lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντιδρώ στα ουκρανικά

Λέξη:
αντιδρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
відноситись, відповідати, відповісти, відреагувати, прореагувати, реагувати, реагуйте, розповідати, розповісти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αντιδρώ, αντιδρώ συνώνυμο, αντιδρώ συνώνυμα, αντιδρώ στα ουκρανικά, відноситись στα ελληνικά
αντιδρώ στα ουκρανικά