lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντιδρώ στα πολωνική

Λέξη:
αντιδρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
reagować, zareagować
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αντιδρώ, αντιδρώ συνώνυμο, αντιδρώ συνώνυμα, αντιδρώ στα πολωνική, reagować στα ελληνικά
αντιδρώ στα πολωνική