lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντικείμενο στα ουκρανικά

Λέξη:
αντικείμενο (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (42):
анексувати, бізнес, вершник, висновок, додавання, додання, додаток, доповнення, діловий, заперечити, заперечувати, збільшення, колектив, коліно, корпус, мелодія, мета, орган, організація, помічник, поправка, поширення, предмет, приєднати, приєднувати, підсилення, підсилювання, розширення, річ, суперечити, супровід, суть, текст, текстовий, тема, труп, туди, тулуб, тягар, тіло, явище, іменник
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αντικείμενο, αντικείμενο συνώνυμο, αντικείμενο στα νέα ελληνικά, αντικείμενο ρήματος, αντικείμενο κατηγορούμενο ασκήσεις, αντικείμενο και κατηγορούμενο, αντικείμενο στα ουκρανικά, анексувати στα ελληνικά
αντικείμενο στα ουκρανικά