lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απελπισμένος στα ουκρανικά

Λέξη:
απελπισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
безнадійний, безрозсудний, відважний, відчайдушний, завзятий, запеклий, необачливий, необачний, нерозважливий, нерозважний, нерозсудливий, розпачливий, смутний, сумний, сумувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά απελπισμένος, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος στα ουκρανικά, безнадійний στα ελληνικά
απελπισμένος στα ουκρανικά