lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποβιβάζομαι στα ουκρανικά

Λέξη:
αποβιβάζομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
видаток, головний, заряд, заряджати, заряджений, звинуватити, звинувачення, звинувачувати, найкращий, обвинувачення, первинний, первісний, перший, постріл, початковий, призначати, призначити, рука, стрілець, ціна
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αποβιβάζομαι, αποβιβάζομαι στα ουκρανικά, видаток στα ελληνικά
αποβιβάζομαι στα ουκρανικά