lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποδεκατίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
αποδεκατίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
викореніть, винищити, винищувати, знищити, знищте, знищувати, зруйнувати, руйнувати, споживати, спожити, чахніть
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αποδεκατίζω, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω στα ουκρανικά, викореніть στα ελληνικά
αποδεκατίζω στα ουκρανικά