lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αποδεκατίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decimate
αποδεκατίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
decimovat, ničit, zničit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dezimieren
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diezmar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décimer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истреблять
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выводзіць, вынішчаць, губіць, знішчаць
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dizimar, mascarar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викореніть, винищити, винищувати, знищити, знищте, знищувати, зруйнувати, руйнувати, споживати, спожити, чахніть
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dziesiątkować, zdziesiątkować

Σχετικές λέξεις

αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω σημασια