lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βιομηχανικός στα ουκρανικά

Λέξη:
βιομηχανικός (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
виготовлювач, виробник, виробничий, промисловець
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βιομηχανικός, βιομηχανικός χώρος φιξ, βιομηχανικός φωτισμός, βιομηχανικός σχεδιαστής, βιομηχανικός σχεδιασμός σύρος, βιομηχανικός σχεδιασμός, βιομηχανικός στα ουκρανικά, виготовлювач στα ελληνικά
βιομηχανικός στα ουκρανικά