lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσάρεστος στα αγγλικά

Λέξη:
δυσάρεστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (22):
annoying, awkward, cross-grained, disagreeable, distasteful, grievous, harsh, irksome, nasty, noisome, obnoxious, painful, rough, sad, seamy, sorry, tasteless, uneasy, unfriendly, unpalatable, unpleasant, unsavoury
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά δυσάρεστος, δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος στα αγγλικά, annoying στα ελληνικά
δυσάρεστος στα αγγλικά