lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέντρο στα ουκρανικά

Λέξη:
δέντρο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
годувальниця, нянька, няньчити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δέντρο, δέντρο των φιλιών, δέντρο στο μπαρ, δέντρο που χάνει τα φύλλα του το χειμώνα, δέντρο που έδινε, δέντρο παυλώνια, δέντρο στα ουκρανικά, годувальниця στα ελληνικά
δέντρο στα ουκρανικά