lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέντρο στα δανική

Λέξη:
δέντρο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
ferle, skov, tømmer, træ, tre, trevirke, ved
Σχετικές λέξεις:
δανική δέντρο, δέντρο των φιλιών, δέντρο στο μπαρ, δέντρο που χάνει τα φύλλα του το χειμώνα, δέντρο που έδινε, δέντρο παυλώνια, δέντρο στα δανική, ferle στα ελληνικά
δέντρο στα δανική