lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δηλητήριο στα ουκρανικά

Λέξη:
δηλητήριο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
вірус, інфекція, отрута, отруту
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δηλητήριο, δηλητήριο φιδιού, δηλητήριο του σκορπιού, δηλητήριο σφήκας, δηλητήριο στη φλέβα, δηλητήριο ρικίνη, δηλητήριο στα ουκρανικά, вірус στα ελληνικά
δηλητήριο στα ουκρανικά