lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολίζω στα νορβηγικά

Λέξη:
στολίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (6):
dekorere, dekorert, pryda, sira, smykke, orden
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά στολίζω, στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λαμπάδες, στολίζω στα νορβηγικά, dekorere στα ελληνικά
στολίζω στα νορβηγικά