lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαβατήριο στα ουκρανικά

Λέξη:
διαβατήριο (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
охорона, паспорт, посвідка, посвідчення, свідоцтво, сертифікат
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διαβατήριο, διαβατήριο στα τέμπη, διαβατήριο παράβολο, διαβατήριο με βιομετρικά δεδομένα, διαβατήριο κόστος, διαβατήριο κεπ, διαβατήριο στα ουκρανικά, охорона στα ελληνικά
διαβατήριο στα ουκρανικά