lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διαβατήριο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
passing, passport
διαβατήριο
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pass, reisepass
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
pas, passé
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pasaporte
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
passeport
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
passaporto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pass
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
паспорт, паспортный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pass, respass
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
паспорт
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пашпарт
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
pass
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
putovnica
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
útlevél
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pasas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
passaporte
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
pas
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
охорона, паспорт, посвідка, посвідчення, свідоцтво, сертифікат
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
paszport, paszportowy

Σχετικές λέξεις

διαβατήριο στα τέμπη, διαβατήριο κεπ, διαβατήριο έκδοση, διαβατήριο παράβολο, διαβατήριο ανηλίκου, διαβατήριο διαδικασία, διαβατήριο κόστος, διαβατήριο για αμερική, διαβατήριο για παιδιά, διαβατήριο με βιομετρικά δεδομένα