lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκλέγω στα ουκρανικά

Λέξη:
εκλέγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
виберіть, вибирати, вибрати, вибір, визбирувати, засвоювати, засвоїти, збирати, зібрати, зірвати, набирати, набрати, обирати, обрати, приймати, прийміть, прийняти, підбирати, підібрати, скупчувати, удочерити, усиновити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εκλέγω, εκλέγω στα αγγλικά, εκλέγω αόριστος, εκλέγω αρχικοί χρόνοι, εκλέγω conjugation, εκλέγω στα ουκρανικά, виберіть στα ελληνικά
εκλέγω στα ουκρανικά