lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξαναγκασμός στα ουκρανικά

Λέξη:
εξαναγκασμός (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
змушування, обмеження, примус, примушення, примушування, силування, тиск
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εξαναγκασμός, ψυχολογικός εξαναγκασμός, εξαναγκασμός σημασια, εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός στα ουκρανικά, змушування στα ελληνικά
εξαναγκασμός στα ουκρανικά