lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξαναγκασμός στα φινλανδικά

Λέξη:
εξαναγκασμός (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (2):
pakko, väkipakko
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά εξαναγκασμός, ψυχολογικός εξαναγκασμός, εξαναγκασμός σημασια, εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός στα φινλανδικά, pakko στα ελληνικά
εξαναγκασμός στα φινλανδικά