lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επικροτώ στα ουκρανικά

Λέξη:
επικροτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
аплодувати, аплодуйте, ляпати, плескати, схвалити, схвалювати, удар
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επικροτώ, το επικροτώ, επικροτώ συνωνυμα, επικροτώ στα αγγλικα, επικροτώ σημασια, επικροτώ λεξικό, επικροτώ στα ουκρανικά, аплодувати στα ελληνικά
επικροτώ στα ουκρανικά