lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερασιτέχνης στα ουκρανικά

Λέξη:
ερασιτέχνης (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
аматор, аматорський, аутсайдер, болільник, вентилятор, віяло, дилетант, коханець, коханий, коханка, любитель, обмахувати, обмахуватися, уболівальник
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ερασιτέχνης, ερασιτέχνης παναθηναικος, ερασιτέχνης οργανοποιός, ερασιτέχνης ολυμπιακός, ερασιτέχνης κινηματογραφιστής, ερασιτέχνης κηπουρός περιοδικό, ερασιτέχνης στα ουκρανικά, аматор στα ελληνικά
ερασιτέχνης στα ουκρανικά