lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κάτοχος στα ουκρανικά

Λέξη:
κάτοχος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
адаптер, власник, володар, володілець, воротар, держатель, ділок, опора, орендар, тримач, утримувач
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κάτοχος, κάτοχοσ τίτλου πρώτου κύκλου σπουδών, κάτοχοσ μεταπτυχιακού, κάτοχος τηλεφωνικού αριθμού, κάτοχος διπλώματος οδήγησης, κάτοχος διδακτορικού, κάτοχος στα ουκρανικά, адаптер στα ελληνικά
κάτοχος στα ουκρανικά