lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κάτοχος στα δανική

Λέξη:
κάτοχος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
bærer, indehaver, ejer, vært
Σχετικές λέξεις:
δανική κάτοχος, κάτοχοσ τίτλου πρώτου κύκλου σπουδών, κάτοχοσ μεταπτυχιακού, κάτοχος τηλεφωνικού αριθμού, κάτοχος διπλώματος οδήγησης, κάτοχος διδακτορικού, κάτοχος στα δανική, bærer στα ελληνικά
κάτοχος στα δανική