lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπάκι στα ουκρανικά

Λέξη:
καπάκι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (23):
ведучий, верх, верхній, вершина, випадок, вищий, віко, діло, заголовок, коробка, кришка, нагода, назва, найвищий, повіка, повіку, покришка, провідний, скриня, справа, футляр, чохол, шпиль
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καπάκι, καπάκι χύτρας fissler, καπάκι τουαλέτας, καπάκι πλατεία αγίας ειρήνης, καπάκι πανόρμου, καπάκι μπαταρίας sony xperia u, καπάκι στα ουκρανικά, ведучий στα ελληνικά
καπάκι στα ουκρανικά