lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρφίτσα στα ουκρανικά

Λέξη:
καρφίτσα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
брошка, булавка, діло, зареєструвати, картотека, напилок, ой, папка, підшивка, реєструвати, тека, файл, шеренга, шпилька, шпильок
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καρφίτσα, καρφίτσα τσόχα, καρφίτσα της μελίνας μερκούρη, καρφίτσα στα γαλλικά, καρφίτσα στα αγγλικά, καρφίτσα πέτου, καρφίτσα στα ουκρανικά, брошка στα ελληνικά
καρφίτσα στα ουκρανικά